Δικηγόρος ρύθμιση οφειλών |Κόκκινα δάνεια

 

“Οι υποχρεώσεις των τραπεζικών ιδρυμάτων απέναντι στους δανειολήπτες-καταναλωτές-καταθέτες-Άμυνα στα κόκκινα δάνεια

Της Αντιγόνη Βαφείδου

υπ. Διδάκτωρ Νομικής ΔΠΘ, M.Sc. (A.U.E.B.) , LL.M (U.C.L)

 

Σε κάθε είδους τραπεζική συναλλαγή μεταξύ πιστωτικού ιδρύματος και πελάτη, δημιουργείται ένα πλέγμα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ των αντισυμβαλλομένων μερών. Το πλέγμα αυτό εδράζει τη γένεσή του σε μια ειδικότερη έκφανση της ιδιωτικής αυτονομίας, αυτήν της συμβατικής αυτονομίας, η οποία αποτυπώνεται ποικιλοτρόπως. Δηλ. με διάφορα είδη τραπεζικών συμβάσεων είτε αυτές αφορούν ενεργητικές τραπεζικές εργασίες (π.χ χορήγηση δανείου), είτε παθητικές (π.χ αποδοχή καταθέσεων), είτε επ’ αμοιβή παροχή επενδυτικών υπηρεσιών κλ.π. Οι υποχρεώσεις εκ μέρους του εκάστοτε αντισυμβαλλομένου πελάτη διαφέρουν ανάλογα με την ιδιότητα που αυτός αποκτά από την αντίστοιχη τραπεζική σύμβαση, ήτοι διαφορετικές  οι  υποχρεώσεις του δανειολήπτη και διαφορετικές του καταθέτη. Αντίστοιχα εξειδικευμένες είναι και οι αντίστοιχες συμβατικές υποχρεώσεις του πιστωτικού ιδρύματος ως απόρροια του ειδικού χαρακτήρα και σκοπού της σχετική σύμβασης τραπεζικής συναλλαγής.

Ωστόσο, η γενική δικαιϊκή αρχή της καλής πίστης (200 ΑΚ, 288 ΑΚ, 281 ΑΚ) , η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας, και η επικαιροποιημένη νομοθεσία περί προσωπικών δεδομένων στοιχειοθετούν τις υποχρεώσεις γενικής φύσεως των τραπεζικών ιδρυμάτων και διατρέχουν κάθε είδους τραπεζικής συναλλαγή. Όπως άλλωστε αναφέρει και η υπ’αρ. ΑΠ 1352/2011:οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων απ’ αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι’ αυτούς συνέπειες. Συνεπώς και για το λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (ΑΚ 178, 200, 288) και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους.

 

Ειδικότερα:

 

  1. Υποχρέωση πρόνοιας και ασφάλειας

Η σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ τράπεζας και πελάτη, η ευχέρεια επέμβασης στην περιουσιακή σφαίρα του πελάτη, και η γενικώς υπερέχουσα θέση της τράπεζας στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές, βαρύνουν αντίστοιχα τη τελευταία με την ιδιαίτερη υποχρέωση της πρόνοιας και μέριμνας προς τον έτερο συμβαλλόμενο. Σκοπός είναι  να  αποφευχθούν αδικαιολόγητες δυσμενείς συνέπειες εις βάρος της οικονομικής θέσης του αντισυμβαλλόμενου, τόσο ως προς την προσωπικότητά του όσο και ως προς την περιουσία του.

Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη απόφαση του Ειρ.Αθηνών 2405/2020 όπου αναφέρεται ότι συντελέστηκε παραβίαση από την τράπεζα δια των προστηθέντων οργάνων της, των γενικής φύσεως υποχρεώσεων  πρόνοιας και προστασίας του πελάτη της, με το χαρακτηρισμό συνεπών δανειοληπτών ως “μη συνεργάσιμων δανειοληπτών”. Ειδικότερα η αιτιολογία της απόφασης, τονίζει ότι: “η εναγομένη (τράπεζα), που δεν είναι μια απλή επιχείρηση, αλλά επιτελεί σημαντική λειτουργία στον χρηματοπιστωτικό τομέα, λόγω της θέσης της είχε υποχρέωση να διαπραγματευθεί με τους ενάγοντες – σημαντικούς πελάτες της μέχρι τότε, να λάβει υπόψιν τις προτάσεις τους καθώς και την οικονομική τους δυνατότητα κατά την στιγμή της διαπραγμάτευσης και να παρέχει σ’ αυτούς την προσφορότερη οικονομική λύση εξυπηρετώντας την ίδια αλλά και τους πελάτες της με ευελιξία, συνέπεια στο ρόλο της και ασφάλεια των αμοιβαίων συμφερόντων τους. Η ως άνω υποχρέωση της εναγομένης τράπεζας στηρίζεται στην συναγόμενη από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ αρχή της καλής πίστης, που επιβάλλει στα εντεταλμένα όργανα αυτής την ενδεδειγμένη θετική ενέργεια προς αποτροπή ζημίας του πελάτη της (εναγόντων) ακόμη δε και στην ευθύνη της ως παρέχουσας υπηρεσίες κατά το άρθρο 8 Ν. 2251/1994.”.

 

      Β)  Η  υποχρέωση της ίσης μεταχείρισης πελατείας

Συνιστά μια περαιτέρω εξειδίκευση της καλόπιστης εκπλήρωσης της συμβατικής ενοχής (288 ΑΚ) αλλά και της συνταγματικής επιταγής της ισότητας ως αποδίδεται στο άρ. 25 παρ.1 εδ. γ του Συνταγματος και διαχέεται και στις έννομες σχέσεις ιδιωτικού δικαίου (Δίκαιο Τραπεζικών Συναλλαγών-Γεν. Μέρος, Παθητικές Τραπεζικές Εργασίες σελ. 75 Καλλιμόπουλος, Καραγιάννης, Τσολακίδης).

Για να γίνει επίκληση της συγκεκριμένης υποχρέωσης από την πλευρά της τράπεζας, θα πρέπει οι περιπτώσεις των αντισυμβαλλομένων να  ομοιάζουν π.χ ως προς το είδος της τραπεζικής εργασίας που αναθέτουν (ήτοι να πρόκειται π.χ  για δανειολήπτες), το χρονικό βάθος της συναλλακτικής σχέσης (παλιός-νέος πελάτης), τη συνέπεια τους ως προς την εκπλήρωση των δικών του υποχρεώσεων απέναντι στην πιστώτρια τράπεζα κλ.π.

Εφόσον στοιχειοθετηθεί λοιπόν, η ανόμοια μεταχείριση όμοιων περιπτώσεων, [1] με επιζήμιο αποτέλεσμα αιτιωδώς συνδεόμενο με την μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης εκ μέρους της πιστώτριας, νοείται αποζημιωτική ευθύνη της τράπεζας βάσει των άρθρων 922 ΑΚ, 200 ΑΚ, 288 ΑΚ, 281 ΑΚ και 914 ΑΚ.

Ακολούθως, η τυχόν στοιχειοθέτηση της παραβίασης της εν λόγω υποχρέωσης  από την εκάστοτε δικαστική κρίση, θα πρέπει με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία να αναφέρει τα ειδικά επιμέρους χαρακτηριστικά των υπό σύγκριση περιπτώσεων, ώστε υπό το πρίσμα της ισότητας να προκύπτει το αδικαιολόγητο της διαφορετικής μεταχείρισης των ομοίων καταστάσεων, ήτοι των συναλλακτικών σχέσεων. Αντίθετα, μια διασταλτική και όλως αόριστη ερμηνεία της υποχρέωσης αυτής εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων θα συνιστούσε ανασταλτικό παράγοντα των συναλλαγών του τραπεζικού τομέα και θα επέφερε το αντίθετο αποτέλεσμα, ήτοι υπερμεγέθη συναλλακτική ανασφάλεια ως προς τα πιστωτικά ιδρύματα και άρα ιδιαίτερα φειδωλές δανειακές εκταμιεύσεις κλ.π.

 

     Γ) Η υποχρέωση περί του Τραπεζικού Απορρήτου (υποχρέωση εχεμύθειας)

 

Διευκρινίζεται εδώ καταρχήν ότι το γενικό τραπεζικό απόρρητο διαφέρει από το ειδικό τραπεζικό απόρρητο περί των τραπεζικών καταθέσεων ( ν.δ 1059/1971).

Ο δε θεσμός του γενικού τραπεζικού απορρήτου συνιστά απόρροια του δικαιώματος προστασίας της προσωπικότητας φυσικών και νομικών οντοτήτων  (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, άρθρα 57 επ. Α.Κ.) που υλοποιείται μέσω της κατ’αρχάς απαγορεύσεως στα πιστωτικά ιδρύματα γνωστοποιήσεως προς τρίτους στοιχείων χρηματοπιστωτικής συναλλαγής. (Γνωμοδότηση Εισαγγελίας Αρείου Πάγου αρ. 8/2018 περί τραπεζικού απορρήτου).

Περαιτέρω, στην υποχρέωση περί τραπεζικού απορρήτου  εμφυλοχωρεί και η ποινική διάσταση καθ’ υπαγόρευση του άρθρου 371 παρ. 1 του ΠΚ: “Κληρικοί, δικηγόροι και κάθε είδους νομικοί παραστάτες, συμβολαιογράφοι, γιατροί, μαίες, νοσοκόμοι, φαρμακοποιοί και άλλοι λειτουργοί ή επαγγελματίες, στους οποίους κάποιοι εμπιστεύονται συνήθως λόγω του επαγγέλματός τους ή της ιδιότητάς τους ιδιωτικά απόρρητα, καθώς και οι βοηθοί των προσώπων αυτών, οι οποίοι φανερώνουν ιδιωτικά απόρρητα, που τους τα εμπιστεύτηκαν ή που τα έμαθαν λόγω του επαγγέλματός τους ή της ιδιότητάς τους, τιμωρούνται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή.”.  Σημειώνεται δε, ότι η υποχρέωση περί τραπεζικού απορρήτου άρχεται από το προσυμβατικό ακόμα στάδιο της συναλλακτικής σχέσης μεταξύ τράπεζας και πελάτη, ενώ συνεχίζεται και μετά την λήξη της αυτής (βλ. Γραμματίκας, Κουτσούκης σελ. 1102-103).

Μόνο με συναίνεση του πελάτη επέρχεται άρση του τραπεζικού απορρήτου. Πρόσωπα για τα οποία δεν ισχύει το τραπεζικό απόρρητο είναι π.χ ο δικαστικός συμπαραστάτης, ο σύνδικος πτωχεύσεως, ο ασκών την γονική μέριμνα ή ο επίτροπος ανηλίκου, ο νόμιμος εκπρόσωπος νομικού προσώπου,  ο εκκαθαριστής κλ.π, δηλ. πρόσωπα τα οποία με βάση την εκ του νόμου ιδιότητάς τους ενεργούν αντί του δικαιούχου.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης, το ζήτημα του τραπεζικού απορρήτου αναφορικά με τους ανηλίκους διαζευγμένων γονέων για το οποίο σχετική είναι η υπ’αρ. 1664/2001 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Σύμφωνα με το σκεπτικό της  απόφασης  τη γονική μέριμνα για το ανήλικο τέκνο (ευρύτερη έννοια της επιμέλειας), η οποία περιλαμβάνει και τη διοίκηση της περιουσίας και εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία, ασκούν από κοινού οι δύο γονείς, ο κάθε ένας όμως από τους γονείς επιχειρεί και μόνος του πράξεις αναφερόμενες στην άσκηση της γονικής μέριμνας, πλην άλλων περιπτώσεων και όταν πρόκειται για την τρέχουσα διαχείριση της περιουσίας του. Ως τρέχουσα διαχείριση πρέπει να θεωρηθεί ιδίως, η εγγραφή στο σχολείο ή το φροντιστήριο, η επίσκεψη στο γιατρό και οι σχετικές πληρωμές, η πληρωμή ή είσπραξη τρεχουσών απαιτήσεων, όπως η πληρωμή δόσεων τρεχόντων χρεών, φόρων, τοκοχρεωλυσίων, εισπράξεις μισθωμάτων, τοκομεριδίων, ενέργεια καταθέσεων σε τραπεζικούς λογαριασμούς (Αγαλλοπούλου σε Γεωργ. Σταθ. ΑΚ άρθ. 1516 αριθ. 9, 10, Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη, ΟικΔικ έκδ. 1990, σ. 37 Βαθρακοκοίλης, Αναλ. Ερμ. Νμλγ ΑΚ 1989, άρθ. 1516) και γενικά στην έννοια υπάγεται κάθε πράξη διαχείρισης που κατά την κοινή αντίληψη των συναλλαγών λόγω της ασημαντότητας των οικονομικών της συνεπειών δεν θα πρέπει να αξιωθεί η από κοινού σύμπραξη και των δύο γονέων. Στην κατηγορία των εν λόγω πράξεων, εν όψει των προεκτεθέντων, κατά την έννοια του νόμου, υπάγεται και η δυνατότητα πληροφόρησης του ενός γονέα περί των τραπεζικών λογαριασμών του τέκνου, αφού οι συνέπειες της απλής πληροφόρησης δεν έχει οικονομικές συνέπειες επί της περιουσίας του ανηλίκου. Συνεπώς η Τράπεζα, η οποία παρέχει πληροφορίες και αντίγραφα του λογαριασμού του τέκνου στον ένα μόνο από τους γονείς, χωρίς τη σύμπραξη του άλλου, δεν παραβιάζει το τραπεζικό απόρρητο υπό την εκτεθείσα έννοια, έστω και αν ο λογαριασμός του τέκνου είναι κοινός με τον άλλο γονέα.

Επίσης, το τραπεζικό απόρρητο κάμπτεται στο όνομα της ποινικής δικαιοσύνης, ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση αδικαιολόγητης παραβίασης εκ μέρους της τράπεζας η τελευταία πέραν των ποινικών της ευθυνών ενέχεται και κατά το αστικό δίκαιο είτε για αδικοπρακτική, ήτοι παράνομη συμπεριφορά (914 ΑΚ λόγω παραβίασης της ποινικής διάταξης του 371 ΠΚ) είτε για παραβίαση δικαιοπρακτικής-συμβατικής υποχρέωσης (άρθρα 200, 288 ΑΚ).

 

 

Δ) Η υποχρέωση παροχής πληροφοριών και  ενημέρωσης

 

Η υποχρέωση για πληροφόρηση και καθοδηγητικές συμβουλές που προασπίζουν το συμφέρον του πελάτη εκ μέρους του πιστωτικού ιδρύματος, προέρχεται είτε ρητώς από συγκεκριμένη σύμβαση μεταξύ των αντισυμβαλλομένων, είτε από ειδικές νομοθετικές διατάξεις (π.χ  2501/31.10.2002), είτε από την καλή πίστη  εν γένει.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει σχετικά η υπ΄ αρ. 2428/2018 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Η απόφαση αυτή δικαιώνει ζευγάρι επενδυτών που απέκτησαν μετά από σχετική συμβουλή τραπεζικού υπαλλήλου υβριδικό ομόλογο με εκδότρια την ίδια. Ωστόσο το συγκεκριμένο προϊόν αφορούσε μόνο σε «επαγγελματίες» και όχι σε «ιδιώτες» επενδυτές, ως προκύπτει από το σχετικό ενημερωτικό δελτίο. Ωστόσο κατά παράβαση της σχετικής υποχρέωσης για πληροφόρηση-ενημέρωση, η τράπεζα δεν το έθεσε ουδέποτε υπόψη τους, με αποτέλεσμα να της καταλογιστεί η αντίστοιχη  βαριά αμέλεια και αποζημίωση για τους ζημιωθέντες για αδικοπραξία και ηθική βλάβη.

Ειδικότερα, στην αιτιολογία αναφέρει η απόφαση:

Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β`, 914 και 932 του Α.Κ. προκύπτει ότι, η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαί­τια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλά­βης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμ­περιφοράς του δράστου και της, επελθούσης, περιου­σιακής ή μη, ζημίας…… Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκρι­μένου κανόνα, δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμ­περιφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της εννόμου τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως προνοίας και ασφαλείας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και της κοινωνικής εν γένει δραστηριότητος των ατό­μων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημέ­νης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συ­νεπούς συμπεριφοράς απορρεούσης, υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμελείας για την απο­φυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αιτιώδης σύνδεσμος τέλος υπάρχει, όταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρ. 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.) η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παρά­λειψη, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγ­μάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως (άρθρ. 298 Α.Κ.), ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε. (ΑΠ 1133/2017, ΑΠ 535/2012 ΑΠ 1382/ 2009, ΑΠ 589/2001, ΑΠ 394/2002, ΝΟΜΟΣ, Τρ.Νομ.Πληρ.).

 

Ουσιαστικά η απόφαση εξειδικεύει την υποχρέωση πληροφόρησης-ενημέρωσης -καθοδήγησης των πελατών της πιστώτριας, ως ειδικότερη έκφανση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας, αναγάγοντας την καλή πίστη στη βασική δικαιική “μήτρα” που διατρέχει το σύνολο των τραπεζικών συναλλαγών.

 

E) Oι υποχρεώσεις ως προς τα προσωπικά δεδομένα των πελατών.

 

Από την 25η Μαΐου 2018 έχει τεθεί σε εφαρμογή, ο Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Προσωπικών Δεδομένων – (ΕΕ) 2016/679 και ακολούθως στην Χώρα μας ψηφίστηκε ο Νόμος 4624/2019 που ενσωματώνει τη λήψη μέτρων εφαρμογής του Κανονισμού και επιφέρει  τον εκσυγχρονισμό του σχετικού νομοθετικού πλαισίου για την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.

Από τους ορισμούς που περιλαμβάνονται στο οικείο άρθρο 4 και στις σχετικές επιμέρους παραγράφους, προκύπτει ότι κάθε είδους πληροφορία που αφορά σε φυσικό πρόσωπο -δηλ. και στους αντισυμβαλλόμενους των τραπεζικών ιδρυμάτων-συνιστά δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα. Ακολούθως δε, η συλλογή πληροφοριών, η αξιολόγηση, η αρχειοθετηση τους, η διασταυρωση τους με άλλες πληροφορίες ή ακόμη και η διαβίβαση σε αλλα υποκείμενα (εκδοχείς, διαχειριστές χαρτοφυλακίων στην περίπτωση των τραπεζών) συνιστούν επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων.

Ως προς τις τράπεζες, προκειμένου να εξασφαλιστεί το σύννομο της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων των πελατών τους, θεμελιώδης βάση της νόμιμης επεξεργασίας συνιστά η συναίνεση του υποκειμένου των δεδομένων (άρθρο 6 παρ. 1 περ.α).  Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.1 από την περίπτωση β έως την περίπτωση στ του Κανονισμού, ορίζεται πότε είναι σύννομη η επεξεργασία δεδομένων άνευ συναινέσεως του υποκειμένου των δεδομένων και αυτή η συνθήκη συντρέχει όταν:

  • η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκτέλεση σύμβασης της οποίας το υποκείμενο των δεδομένων είναι συμβαλλόμενο μέρος ή για να ληφθούν μέτρα κατ’ αίτηση του υποκειμένου των δεδομένων πριν από τη σύναψη σύμβασης, (π.χ αξιολόγηση της οικονομικής κατάστασης του δανειολήπτη ωστέ να εκτιμηθεί η ικανότητά του να αποπληρώνει το δάνειο)
  • η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη συμμόρφωση με έννομη υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας, (π.χ για την διασταύρωση των στοιχείων πελατών με τις φορολογικές αρχές)
  • η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη ζωτικού συμφέροντος του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου φυσικού προσώπου,
  • η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας,
  • η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τους σκοπούς των έννομων συμφερόντων που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τρίτος (π.χ για αναφορά προσωπικών στοιχείων σε εκδοθείσα διαταγή πληρωμής κατά υπερήμερου πελάτη δεν απαιτείται πρώτα η συναίνεση του τελευταίου), εκτός εάν έναντι των συμφερόντων αυτών υπερισχύει το συμφέρον ή τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων που επιβάλλουν την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως εάν το υποκείμενο των δεδομένων είναι παιδί.

 

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ολοένα και συχνότερη εμφάνιση -πέραν των εισπρακτικών εταιρειών- των Εταιρειών Διαχείρισης  Απαιτήσεων (ν.4354/2015) στις οποίες τα πιστωτικά ιδρύματα απευθύνονται προκειμένου αυτές να διαχειριστούν τα χαρτοφυλάκια των «κόκκινων» δανείων. Ακολούθως, οι εταιρείες αυτές είτε  ξεκινούν την δικαστική διεκδίκηση των οφειλών, είτε επιχειρούν την εξωδικαστική διευθέτηση με τους οφειλέτες με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούν τα δεδομένα τους. Ακολούθως, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να ενημερώνουν τα φυσικά πρόσωπα που συνδέονται με τις ανωτέρω απαιτήσεις με οποιαδήποτε ιδιότητα (ενδεικτικώς οφειλέτης-συνοφειλέτης, εγγυητής, εμπράγματος οφειλέτης, ειδικός ή καθολικός διάδοχος, εταίρου νομικών προσώπων κλπ), ότι τα προσωπικά τους δεδομένα που συνδέονται με τις ανωτέρω απαιτήσεις, έχουν διαβιβαστεί με σκοπό τη διαχείρισή τους  σύμφωνα με το άρθρο 2 και 3 Ν. 4354/2015, στις προαναφερόμενες εταιρείες ειδικού σκοπού.

 

Το 2019 με την υπ’αρ. ΑΠ 171/2019 αναφορικά με την νομιμότητα επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων από Εταιρία Ενημέρωσης οφειλετών στην οποία η τράπεζα ανάθεσε την είσπραξη της οφειλής του οφειλέτη, διατυπώθηκε ότι η ενημέρωση του υποκειμένου πρέπει να γίνεται με τρόπο πρόσφορο, χωρίς αόριστες, παραπλανητικές ή γενικόλογες αναφορές, είτε γίνονται εξατομικευμένα είτε περιέχονται σε ΓΟΣ. Κατά την άποψη της πλειοψηφίας, δεν αρκούσε η, διά των δανειακών συμβάσεων, γενική ενημέρωση του δανειολήπτη ότι προσωπικά του δεδομένα θα αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας από τρίτους εκτελούντες την επεξεργασία, περιλαμβανομένων και των εταιριών εισπράξεως απαιτήσεων.Ήτοι, έπρεπε ο οφειλέτης να έχει ενημερωθεί ειδικώς για την Εταιρία Ενημέρωσης οφειλετών με την οποία συνεργάζεται η Τράπεζα.  Σύμφωνα με την αντίθετη μειοψηφία, η ενημέρωση των υποκειμένων μπορεί να περιλαμβάνει τους αποδέκτες των δεδομένων του κατά κατηγορίες και το νομικό ζήτημα παραπέμφθηκε έτσι  στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.

Ακολούθησε η υπ’αρ.  3/2020 ΑΠ (ΟΛΟΜ), σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση μεταβίβασης των δεδομένων σε εκτελούντα την επεξεργασία, υπαγόμενο σε κάποια από τις κατηγορίες αποδεκτών για την οποία έχει γίνει ενημέρωση, δεν υφίσταται υποχρεώση του υπευθύνου επεξεργασίας να προβεί σε νέα ενημέρωση του υποκειμένου. Αντίστοιχα, η εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών στην οποία η τράπεζα μεταβίβασε τα δεδομένα, υπάγεται στην ευρύτερη κατηγορία αποδεκτών «εταιρίες είσπραξης απαιτήσεων», για την οποία υφίστατο ενημέρωση και συγκατάθεση του δανειολήπτη, χορηγηθείσα με την υπογραφή της αίτησης δανειοδότησης.

 

 

 ΣΤ) Συμπερασματικά

Συμπερασματικά λοιπόν, προκύπτει ότι στο διαρκώς εξελισσόμενο δικαιικό περιβάλλον του τραπεζικού δικαίου, τόσο η θεωρία όσο και η νομολογία προσδίδουν συνεχώς νέες ερμηνείες και διαστάσεις σε νομικές έννοιες και σε συναλλακτικές συμπεριφορές, διαφωτίζοντας – εξειδικεύοντας παράλληλα ακόμη περισσότερο νομοθετικά κενά και αμφισημίες. Ωστόσο, παρά τα όποια επιμέρους ειδικά νομοθετήματα[2], οι αντισυμβαλλόμενοι των πιστωτικών ιδρυμάτων κατοχυρώνουν απέναντι στα τελευταία, διαχρονικά  και γενικής φύσεως δικαιώματα με έρεισμα την θεμελιώδη αρχή της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών. Οι τυχόν παραβίαση τους είναι ικανή να θεμελιώσει τόσο δικαιοπρακτική όσο  και αδικοπρακτική ευθύνη ως προς τα πιστωτικά ιδρύματα, εξοπλίζοντας έτσι το αδύναμο συμβαλλόμενο μέρος με ένα εύλογο αντίβαρο ως προς την συναλλακτική ασυμμετρία των θέσεων ισχύος των αντισυμβαλλομένων μερών.

 

 

[1] ( π.χ για συνδικαιούχους του ίδιου λογαριασμού η Τράπεζα ενημερώνει άμεσα τον έναν εκ των δύο συνδικαιούχων και μόνο ως προς το ύψος του υπολοίπου, ενώ ο έτερος συνδικαιούχος υποβάλλει διαδοχικά αιτήματα για σχετική πληροφόρηση, ως προς τα οποία αδικαιολόγητα καθυστερεί να απαντήσει η πιστώτρια)

[2] π.χ την νέα τάση στην διαχείριση δανειακών απαιτήσεων, το ειδικό νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία προσωπικών δεδομένων κλ.π.