ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΩΝ ΟΜΟΡΡΥΘΜΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ- ΜΗ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ- ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Το γραφείο μας πρόσφατα εκπροσώπησε εντολέα μας σε υπόθεση αντικατάστασης εκκαθαριστικών σε διμελή ομόρρυθμη εταιρεία.
Ειδικότερα, λόγω μακροχρόνιων διαφωνιών και απόκρυψης στοιχείων από τον έτερο εκκαθαριστή, η διαδικασία της εκκαθάρισης παρέμενε σε πλήρη αδράνεια, με αποτέλεσμα ο εντολέας μας να ζητήσει από το αρμόδιο κατά τόπο Μονομελές Πρωτοδικείο την αντικατάσταση του εκκαθαριστή που είχε διοριστεί από την πλευρά του «αντιδίκου» μέρους (τίθεται σε εισαγωγικά καθώς αντιδικία στην εκούσια δικαιοδοσία δε νοείται), καταθέτοντας την αίτηση του α. 786 παρ. 3 ΚΠολΔ. Αντίθετη αίτηση περί αντικατάστασης του εκκαθαριστή της πλευράς του εντολέα μας ασκήθηκε εν συνεχεία και από το έτερο μέρος.
Στο πλαίσιο της συνεκδίκασης των δύο αντίθετων αιτήσεων, ο «αντίδικος» προέβαλε πρωτοδίκως τον ισχυρισμό ότι η συζήτηση της αίτησης έπρεπε να απορριφθεί λόγω μη προσκόμισης εκ μέρους μας του προβλεπόμενου στην παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 4640/2019 ενημερωτικού εγγράφου για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς ή μέρους αυτής σύμφωνα με την παράγραφο 1, καθώς και για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία και τη διαδικασία αυτής των άρθρων 6 και 7 του ν. 4640/2019, το οποίο ενημερωτικό έγγραφο συμπληρώνεται και υπογράφεται από τον εντολέα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και κατατίθεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής που τυχόν ασκηθεί ή με τις προτάσεις το αργότερο μέχρι τη συζήτηση της αγωγής.
Όπως ορθά υποστηρίξαμε, οι υποθέσεις γνήσιας εκούσιας δικαιοδοσίας, στις οποίες υπάγεται και η αντικατάσταση εκκαθαριστή νομικού προσώπου για σπουδαίο λόγο (άρθρο 786 παρ. 3 ΚΠολΔ), δεν υπάγονται στις διατάξεις για τη διαμεσολάβηση και δεν απαιτείται για το παραδεκτό της συζήτησης να προσκομίζεται στο Δικαστήριο το προβλεπόμενο στην παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 4640/2019 έγγραφο ενημέρωσης. Ομοίως έκρινε και Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχτηκε την αίτησή μας περί αντικατάστασης του εκκαθαριστή απορρίπτοντας τον ισχυρισμό περί κήρυξης της συζήτησης της υπόθεσης ως απαράδεκτης ως μη νόμιμο, υπογραμμίζοντας ότι για το παραδεκτό συζήτησής της δεν απαιτείται το ενημερωτικό έντυπο του αρ. 3 παρ. 2 ν, 4640/2019, διότι δεν πρόκειται για εμπορική διαφορά υπαγόμενη στην τακτική διαδικασία.
Ο “αντίδικος”, ωστόσο, άσκησε έφεση κατά της ως άνω απόφασης ως προς το σκέλος που έκανε δεκτή την αίτηση του εντολέα μας και επανέφερε τον παραπάνω ισχυρισμό ως λόγο έφεσης, διατεινόμενος ότι η εκκαλουμένη πάσχει και ότι πρέπει να εξαφανιστεί, καθώς, κατά την κρίση του, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έπρεπε να κηρύξει τη συζήτηση της αίτησης απαράδεκτη λόγω της μη προσκόμισης του ως άνω εγγράφου ενημέρωσης.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η κρίση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, επί του ως άνω ζητήματος και ιδίως αναφορικά με τις γνήσιες και μη γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας. Σημειωτέον ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε εν συνόλω την έφεση του «αντιδίκου» ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη.
Έτσι έκρινε το Εφετείο Θεσσαλονίκης ότι: «Στις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας απουσιάζει τόσο το στοιχείο της διαφοράς όσο και η δυνατότητα ελεύθερης διάθεσης του επίδικου αντικειμένου, αφού οι σχετικές υποθέσεις αποβλέπουν κατά κανόνα στην εξασφάλιση των συμφερόντων των μερών και όχι στη προστασία των υπό αμφισβήτηση δικαιωμάτων. Γίνεται επομένως δεκτό ότι οι γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 782-866 ΚΠολΔ), όπου απουσιάζει το στοιχείο της διαφοράς και η ένδικη προστασία παρέχεται με πράξεις διαπλαστικής ή διαπιστωτικής υφής, που αποσκοπούν στην κατοχύρωση ή στην προστασία ιδιωτικών συμφερόντων, δεν αποτελούν ιδιωτικές διαφορές, είναι ανεπίδεκτες συμβιβασμού και διαιτησίας και δεν είναι δυνατή η υπαγωγή τους σε διαμεσολάβηση . Εκτός όμως από τις γνήσιες υπάρχουν και οι μη γνήσιες υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, ήτοι ιδιωτικές διαφορές που εμφανίζουν το στοιχείο της αντιδικίας, οι οποίες είναι δεκτικές συμβιβασμού, διαιτησίας και διαμεσολάβησης. Πρόκειται κυρίως για διαφορές διαπλαστικού χαρακτήρα, τις οποίες ο νομοθέτης υπαγάγει προς εκδίκαση στην εκούσια δικαιοδοσία για λόγους σκοπιμότητας και προς αποφυγή της περισσότερο δύσκαμπτης διαδικασίας της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. Παρά λοιπόν την απαγόρευση του άρθρου 749 ΚΠολΔ περί μη υπαγωγή στη διαμεσολάβηση των υποθέσεων εκούσιας δικαιοδοσίας, δέον να διευκρινιστεί ότι η ανωτέρω απαγόρευση αναπτύσσει ενέργεια μόνο στις γνήσιες υποθέσεις, δηλαδή σε εκείνες που αναφέρονται στα άρθρα 782-866 ΚΠολΔ και όχι στις μη γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, δηλ. στις ιδιωτικές διαφορές, τις οποίες ο νομοθέτης για λόγους σκοπιμότητας υπάγει προς εκδίκαση στην εκούσια δικαιοδοσία, αντί της περισσότερο δύσκαμπτης δικαιοδοσίας της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας (Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, έκδ. 2020, εισαγ. Παρατ. άρθρ. 739 – 866). Στις γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας υπάγεται και η αντικατάσταση εκκαθαριστή νομικού προσώπου για σπουδαίο λόγο (άρθρο 786 παρ. 3 ΚΠολΔ) και επομένως, η ως άνω αίτηση δεν υπάγεται στις διατάξεις για τη διαμεσολάβηση. Έτσι, στην περίπτωση αυτή, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της συζήτησης της να προσκομίζεται στο Δικαστήριο το προβλεπόμενο στην παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 4640/2019 έγγραφο ενημέρωσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εκκαλών επαναφέρει τον πρωτοδίκως υποβαλλόμενο ισχυρισμό του και συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου δεν κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αίτησης του εφεσίβλητου……… καθώς ο τελευταίος δεν προσκόμισε, ως όφειλε, το έγγραφο του άρθρου 3 παρ. 2 του ν. 4640/2019 μέχρι τη συζήτηση (16-9-2020). Σύμφωνα, όμως, με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, στην υπό κρίση αίτηση, η οποία συνιστά γνήσια υπόθεση εκούσιας δικαιοδοσίας, δεν απαιτείται η προσκόμιση τέτοιου εγγράφου, καθόσον οι υποθέσεις αυτές δεν υπάγονται στις διατάξεις για τη διαμεσολάβηση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έστω και με συνοπτική αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), έκρινε ότι δεν είναι αναγκαία για το παραδεκτό της συζήτησης της υπό κρίση αίτησης η τήρηση της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 4640/2019, ορθώς εφάρμοσε το νόμο και ως εκ τούτου ο προκείμενος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.».